(Ἑβρ. στ.13-20)
Ἡ ζωή κάθε ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, εἶναι ἕνα ταξίδι μέσα σέ ἀβέβαιο πέλαγος, στό ὁποῖο συχνά ἐγείρονται τρικυμίες καί τυφῶνες. Τά ἐσώτερα πάθη καί οἱ ἄλλες δοκιμασίες τῆς ζωῆς ξεσποῦν μέ βία ἐπάνω στήν ὕπαρξή μας. Ἀδύναμοι ἄνθρωποι ἐμεῖς, κινδυνεύουμε νά καταποντισθοῦμε καί νά συντριβοῦμε κάτω ἀπό τήν ὁρμή καί τή μανία τῶν Κυμάτων. Ἄγκυρα σωτηρίας δυσκολοσύντριπτη εἶναι ἡ ἐλπίδα. Αὐτή μόνο, μέ τρόπο βέβαιο καί ἀσφαλή μᾶς κρατᾶ δεμένους μέ τόν Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὅσες καταιγίδες κι ἄν πέσουν ἐπάνω μας θά μποροῦμε μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο νά λέμε: «τῇ γάρ ἐλπίδι ἐσώθημεν» (Ρωμ. 8,24).
Τό τραγικό εἶναι ὅτι πολλοί ἄνθρωποι στηρίζουν τίς ἐλπίδες τους σέ πράγματα ἐντυπωσιακά μέν, ἀλλά ἀνθρώπινα καί παροδικά. Σύντομα ὅμως ἀπογοητεύονται καί φθάνουν στήν ἀπόγνωση, πού ἰσοδυναμεῖ μέ πνευματική αὐτοκτονία. Ἀλίμονο σ΄ ἐκεῖνον πού χάνει τό φῶς τῆς ἐλπίδος ὁδηγεῖται στήν ἀπώλεια. Ἡ ζωή του γίνεται κόλαση μέσα στήν ὁποία καθημερινά βασανίζεται καί μαστιγώνεται ἀπό τή βία τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀπελπισίας. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος στούς «Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων» λέγει γιά ἐκείνους πού ἐλπίζουν σέ ἀνθρώπους: «Οὐαί ψυχή τοῖς ἔχουσιν ἐπ΄ ἄνθρωπον ἐλπίδας, ὅτι αὐτός τεθνήξεται καί σύν αὐτῷ ἐλπίδες, καί τότε εὑρεθήσονται μή ἔχοντες ἐλπίδα».
Οἱ ἐλπίδες μας πού στρέφονται στούς ἀνθρώπους δέν ἐκπληρώνονται πάντοτε. Ἄλλοι μᾶς ὑπόσχονται καί μᾶς κοροϊδεύουν. Ἄλλοι δέν κατορθώνουν νά ἐπιτύχουν ἐκεῖνο πού στοχεύουν. Τά πράγματα τῆς ζωῆς εἶναι ἀσταθή καί εὐμετάβολα. Ὄνειρα ἀπατηλά μένουν οἱ ἐλπίδες μας, «σκιᾶς ἀσθενέστερα». Αὐτό, γνωρίζουν καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλο οἱ νέοι μας, πού ἀγωνίζονται γιά νά γίνουν κάτι στή ζωή, καί στήν πιό κρίσιμη ὥρα τῆς ὑλοποιήσεως τῶν στόχων τους βρίσκουν τίς πόρτες κλειστές. Ἀλλά κι ἐκεῖνοι πού κείτονται στό κρεβάτι τοῦ πόνου καταπονημένοι ἀπό τή σταύρωση τοῦ πόνου τους, ἀπελπισμένοι ἀπό τίς ὑποσχέσεις τῆς ἐπιστήμης. Καί ὅσοι εἶχαν στηρίξει σέ ἀνθρώπους τίς ἐλπίδες τους καί δυστυχῶς ἀπογοητεύθηκαν. «Μή πεποίθατε ἐπ΄ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία», βροντοφωνεῖ ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 145,3).
Πολύ διαφορετική ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐλπίδες εἶναι ἡ ἐλπίδα στό Χριστό. «Ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καί βεβαίαν» τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τήν παρομοιάζει μέ ἄνθρωπο πού εἰσέρχεται «εἰς τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», στόν τόπο ὅπου βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μέ τήν ἐλπίδα ἀνοίγει ὁ πιστός τή θύρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλπίδα εἶναι φῶς καί δύναμη στόν ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας. Χωρίς τήν ἐλπίδα ὑπάρχει φόβος, δειλία καί πνευματική ἀκαρπία στήν ψυχή. Ἡ ἐλπίδα ἀναδεικνύει τό χριστιανό γενναῖο, ἄτρομο καί ἰσχυρό στήν ἐχθρότητα τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, μαζί μέ τόν Ψαλμωδό μπορεῖ νά λέγει: «ἐπί τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος» (Ψαλμ. 55,12). Βλέπει τίς πανουργίες τῶν ἀνθρώπων τοῦ σκότους, παρακολουθεῖ τά διαβούλιά τους, ἀντιλαμβάνεται τά σχέδιά τους, δέν πτοεῖται ὅμως, γιατί ἐλπίζει στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Ἀλήθεια, ποιός ἐμπιστεύθηκε τή ζωή του στό Θεό καί διαψεύσθηκε; «Τίς ἐνεπίστευσεν Κυρίῳ καί κατησχύνθη;» (Σοφία Σειράχ 2,10).
Ὑπάρχουν πολλές ἐλπίδες στόν ἄνθρωπο λογικές ἤ παράλογες. Ἐλπίδες γιά ὑλικά πράγματα καί ἐλπίδες γιά πνευματικά. Πάνω ὅμως ἀπ΄ ὅλες τίς ἐλπίδες πρέπει νά στέκει ἡ ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ προσδοκία τῆς μετά τοῦ Θεοῦ συνδιαγωγῆς. Ἡ προσμονή τῆς πραγματοποιήσεως τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Μ΄ αὐτή τήν ἐλπίδα ὑπομένουμε μέ καρτερία τίς περιπέτειες τῆς ζωῆς, ὑπερνικοῦμε τίς δοκιμασίες, ἀνεχόμεθα τούς πειρασμούς, διαμένουμε ὡς ξένοι καί παρεπίδημοι στόν παρόντα κόσμο. Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς ἔδωσε τή ζωντανή ἐλπίδα «εἰς κληρονομίαν ἄφθαρτον καί ἀμίαντον καί ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς» (Α΄ Πέτρ. 1,4).
Ἡ ἐλπίδα λοιπόν εἶναι ἀπ΄ εὐθείας ἐπικοινωνία μέ τό Θεό, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας εἶναι τά πολλά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, στό λόγο του «Περί ἀγάπης», λέγει γιά τήν ἐλπίδα: «Κράτος ἀγάπης ἐλπίς, δι΄ αὐτῆς γάρ τόν τῆς ἀγάπης μισθόν ἀπεκδεχόμεθα. Ἐλπίς ἐστιν ἀδήλου πλούτου πλοῦτος κόπων ἀνάπαυλα, ἀγάπης θύρα...».
Γιά νά καλλιεργηθεῖ ὅμως ἡ ἐλπίδα στήν ψυχή ἀπαιτεῖται ταπείνωση, μνήμη θανάτου, προσευχή καί κυρίως αὐτογνωσία. Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας, Νεκτάριος ὁ θαυματουργός γράφει γιά τήν ἐλπίδα: «Μέγα ὄντως ἐλπίς καί θεῖον δῶρον! Διότι αὕτη μόνη κρατύνει τά πάντα, καλλωπίζει τά πάντα, τελειοῖ τά πάντα, ἐξασφαλίζει τά πάντα καί προάγει τά πάντα».
Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ταλαιπωρεῖται ἀπό ψυχικές ἀσθένειες. Νιώθει τό βάρος τῆς ἀπελπισίας νά τόν ἐξουθενώνει καί νά τοῦ κάνει μαρτύριο τή ζωή. Τό τραγικό εἶναι ὅτι ἀφήνει ἀθεράπευτο τό πάθος του νά κατατρώγει τήν καρδιά του καί νά διαφθείρει τήν ψυχή του. Γι΄ αὐτό σκοτάδι πυκνό ἔχει καλύψει τό νοῦ πολλῶν ἀνθρώπων. Γι΄ αὐτό δέν ὑπάρχει πιά σύνεση καί ἠθικό σθένος. Γιατί χάθηκε ἡ ἐλπίδα πού δίνει νόημα στή ζωή καί προοπτική στήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ διέξοδος ἀπό τόν λαβύρινθο τῆς ἀπογνώσεως εἶναι μόνον ἡ ἐλπίδα πρός τό Θεό.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Στίς ὧρες τῆς καταιγίδας νά μήν ἀπελπιζόμαστε. Ἔχουμε ἄγκυρα πού θά μᾶς κρατήσει δεμένους μέ τήν πέτρα τῆς Πίστεως. Εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἡ μοναδική μας ἐλπίδα καί ἀσφάλεια.
Κήρυγμα: