Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
(Ἑβρ. ια΄ 24-26, 32-40)
Τή δύναμη τῆς πίστεως καταγράφει μέ συγκεκριμένα παραδείγματα ἀπό τήν ἐθνική ἱστορία τῶν Ἑβραίων,
ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, στήν ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Παῦλος
Πλέκει τό ἐγκώμιο ὅλων ἐκείνων τῶν μεγάλων μορφῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού γιά τήν πίστη καί ἀφοσίωσή τους στό θεῖο θέλημα μαρτύρησαν καί ἔδωσαν τά πάντα. Ὑπογραμμίζει ὅμως, ὅτι ὅλες αὐτές οἱ θυσίες δέ θά ὁδηγοῦσαν σέ τελείωση, ἐάν ἔμεναν περιορισμένες καί δέ συνέδεαν ἐκείνους μέ ἐμᾶς, τήν Παλαιά μέ τήν Καινή, τήν ἐποχή τῆς πίστεως μέ τήν ἐποχή τῆς χάριτος. Ὁ ἁγιασμός ἐπιτελεῖται «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἀρραγή θεμέλια εἶναι «τά τῆς πίστεως κατορθώματα».
Θερμαίνεται ἡ καρδιά μας ἀπό τήν ἐξιστόρηση τῶν θαυμάτων τῆς πίστεως. Μέσα ἀπό αὐτά φαίνεται νά προβάλλει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί τό μεγαλεῖο τῆς ὑπακοῆς τῶν γενναίων ἀθλητῶν. Δέν εἶναι μικρό πράγμα νά ἔρχεσαι ἀντίθετος μέ τή λογική μόνο καί μόνο ἐπειδή ἔτσι προστάζει ὁ Θεός. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἁγία «παραφροσύνη» ἐκπηγάζει ἀπό καρδιά ἀφοσιωμένη στό Θεό καί ἑνωμένη μέ τό ἅγιο θέλημά Του. Ἄν δέν εἶχε πίστη καί ὑπακοή στό Θεό, δέ θά ἑτοιμάζετο νά προσφέρει ὁ Ἀβραάμ θυσία στόν Ἰσαάκ, γιά τόν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε πεῖ ὁ Θεός, ὅτι θά ἔκανε πολλούς ἀπογόνους. Ἄν δέν εἶχε πίστη ὁ Μωϋσῆς δέν θά ὁδηγοῦσε τό λαό κατεπάνω στήν Ἐρυθρά θάλασσα γιά νά τήν περάσει σάν νά ἦταν ξηρά γῆ. Ἄν δέν εἶχαν πίστη οἱ μεγάλοι κήρυκες τῆς ἀληθείας, δέν θά τά ἔβαζαν μέ ἰσχυρούς ἄρχοντες δέν θά ἔθιγαν τά κακῶς κείμενα, δέν θά ἔρχονταν ἀντιμέτωποι μέ τά ἰσχυρά κατεστημένα τῆς παρανομίας. Ἡ πίστη, ἡ θεϊκή αὐτή δύναμη, τούς γιγάντωνε. Γι΄ αὐτό κατεπολέμησαν καί ὑπέταξαν βασίλεια. Ἔφραξαν στόματα λεόντων, ὅπως ὁ Δανιήλ. Ἔσβησαν πυρκαγιές πού ἀπειλοῦσαν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Θεράπευσαν ἀσθένειες. Ἀνεδείχθησαν ἀνίκητοι στούς πολέμους. Ἀνέστησαν νεκρούς κυρίως ὅμως εἰσήγαγαν τή ζωή τους στή χώρα τῆς αἰωνιότητος, στήν ὁποία ἀτελεύτητα θά ἀπολαμβάνουν τή χαρά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγάπησαν.
Μεγάλα εἶναι τά κατορθώματα τῆς πίστεως ἀλλά μεγάλα εἶναι καί τά μαρτύρια τῶν πιστῶν. Ἡ πίστη ἐξαγιάζει ἐκεῖνον πού τήν ἔχει καί θυσιάζεται γι΄ αὐτήν, συγχρόνως ὅμως ἐξοργίζει ἐκείνους πού ζοῦν στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέγας καί γι΄ αὐτό ἀντιπαθής στούς μικρούς. Ἡ καθαρότητά της καί ἡ ἀμόλυντη ἀκεραιότητά της προκαλεῖ τόν φθόνο τους. Στή συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξιστορεῖ τά δεινοπαθήματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως: «ἄλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν, ... ἕτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δέ δεσμῶν καί φυλακῆς ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον ...» (Ἑβρ. 11,35-38).
Ἀπό τότε μέχρι σήμερα πορεύεται μέσα στόν κόσμο ἡ φάλαγγα τῶν μαρτύρων. Μετά τούς προφῆτες ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς, ὁ ὁποῖος ὅσον λίγοι κακοπάθησε γιά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Μετά τούς Ἀποστόλους οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι, οἱ ἁπλοί χριστιανοί ὅλων τῶν αἰώνων καί τῆς ἐποχῆς μας μέ τό λάβαρο τῆς πίστεως ὑψωμένο συνεχίζουν τή μαρτυρική τους πορεία, «ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν, ὅς ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ...» (Ἑβρ. 12,2).
Ἡ πίστη δέν πλουτίζει μόνο τίς γνώσεις, ἀλλά φωτίζει ὁλόκληρη τή ζωή μας. Ἡ πίστη πρέπει νά «ἐνεργεῖ» (Γαλ. 5,6) μέ ὑπακοή στό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο ἐλάβαμε κατά τό βάπτισμα. Ἡ γνήσια πίστη «ἡ δι΄ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5,7) ὁλοκληρώνεται στήν πιστή τήρηση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ γιά προσωπική ἀναγέννηση διά τῆς ἀσκήσεως καί στήν ἔμπρακτη πρός τούς συνανθρώπους μας ἀγάπη. Δέν νοεῖται πιστός χωρίς δάκρυα μετανοίας καί «σπλάχνα οἰκτιρμοῦ» (Κολ. 3,12). Ἐκεῖνος πού πιστεύει γνήσια δέν περιορίζει τήν πίστη στόν ἐγκέφαλό του, ἀλλά τήν ἀφήνει νά ἁπλωθεῖ σ΄ ὁλόκληρο τό εἶναι του, νά γίνει συμπάθεια, πραότητα, ἐλεημοσύνη, ἀπάθεια.
Ἡ πίστη τελειοποιεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπό τό Μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀδύνατη καί ἀνενέργητη. Ἡ ἀδυναμία τῶν Ἀποστόλων νά θεραπεύσουν ἀρρώστους, ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου καί ἡ ἀμφιβολία τοῦ Θωμᾶ συνέβησαν πρίν τήν Πεντηκοστή. Μετά τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἡ πίστη τους ἐνσωματώθηκε στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἔγιναν κι ἐκεῖνοι δυνατοί. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν ὁποίων τίς θυσίες σήμερα εὐγνωμόνως τιμοῦμε, ἐξέφραζαν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι τήν προσωπική τους πίστη, ὅπως οἱ αἱρετικοί. Εἶναι πολύ διαφορετική ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία. Ἐν Χριστῷ προσφέρει στή νόηση τούς θησαυρούς τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως (Κολ. 2,3). Αὐτή ἡ πίστη τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀγάπης νίκησε τόν κόσμο (Α΄ Ἰωάν. 5,4). Αὐτή ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι ὁ γνώμονας τῆς ἐκλογῆς κάθε ἀνθρώπου.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί.
Γιά νά νιώσουμε τή δύναμη τῆς πίστεως πρέπει νά συγγενεύσουμε μέ τούς ἁγίους Πατέρες. Νά γίνουμε «συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. 2,20). Τό τίμημα τῆς πίστεως στήν παρούσα ζωή δέν εἶναι πάντα εὐχάριστο, ἔχει ὅμως χάρη καί δύναμη Θεοῦ.
Κήρυγμα: