Διδαχή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
(Πράξ. στ΄. 1 - 7)
Ἐγνώριζαν καλά οἱ Ἀπόστολοι, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ποιοί ἀκριβῶς ἦταν ἄξιοι γιά τή διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν τήν τέλεια ἐξουσία γιά νά τούς ἐκλέξουν. Πλήν ὅμως γιά νά δείξουν στό λαό τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶχε καί ἐκεῖνος λόγο, τούς ἐνεχείρισαν τό ἔργο τῆς ἐκλογῆς, ὑπογραμμίζοντας ποιά χαρίσματα πρέπει νά ἔχουν οἱ ὑποψήφιοι οἰκονόμοι τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν μέ ἐπιτυχία καί πρός οἰκοδομή τῶν πιστῶν τήν ἱερή διακονία.
Ἡ ἐκλογή τῶν διακόνων τῶν ἱερῶν Μυστηρίων δέν εἶναι μικρή ὑπόθεση. Ἀπαιτεῖται πρός τοῦτο μεγάλη προσοχή καί ὑπευθυνότητα. Τό ἔργο τῶν κληρικῶν εἶναι ἔργο ψυχῶν. Ἀλίμονο ἄν ἡ ἐπιλογή τους γίνεται μέ προσωπικά, κοσμικά καί ἀδύνατα κριτήρια. «Οὐ γάρ βρωμάτων καί ποτῶν εἰσι διάκονοι, ἀλλ΄ Ἐκκλησίας Θεοῦ ὑπηρέται» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος).
Ἡ καλή μαρτυρία τοῦ λαοῦ εἶναι βασικό στοιχεῖο γιά μιά ἐπιτυχημένη ἐκλογή κληρικοῦ. Νά ἔχει ὁ ὑποψήφιος τήν ἐκτίμηση καί τήν γάπη τοῦ λαοῦ. Νά εἶναι ἀποδεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους στούς ὁποίους θά ὁρισθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία νά γίνει φῶς καί πυξίδα γιά τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Τό φῶς τῆς ἀρετῆς ἔχει δύναμη, ἡ ὁποία φωτίζει καί πείθει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἐνισχύει στήν ὑποδοχή καί ἀποδοχή τῶν διδασκομένων. Ἄν στό λαό ὑπάρχει ἐπιφύλαξη, καχυποψία καί δυσπιστία τότε καί τό ἔργο τοῦ Λειτουργοῦ δέν καρποφορεῖ καί δέν εὐοδώνεται. Ὁ ἐνάρετος ποιμήν, ὁ ταπεινός καί πράος κληρικός, ὁ ὑπάκουος στά τῆς Ἐκκλησίας κελεύσματα, εἶναι φῶς πού ἀκτινοβολεῖ τῆς ἀρετῆς τήν ἐνέργεια καί χειραγωγεῖ τό λαό στῆς ἀρετῆς τά ἔργα.
Ἐκτός ἀπό τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία ἀπαιτεῖται καί οὐσιαστική ἐσωτερική πνευματικότης. «Πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας» πρέπει νά εἶναι οἱ ἱερεῖς μας. Νά ἔχουν ἔργα πού νά δείχνουν ὅτι μέσα τους κατοικεῖ ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Νά διαθέτουν φρόνηση, προθυμία καί ἱκανότητα στή διοίκηση τῶν κοινῶν πραγμάτων. Τό ἱερατικό λειτούργημα εἶναι ὑψηλό καί ὑπεύθυνο, γι΄ αὐτό ἀπαιτεῖ ἀνθρώπους λουσμένους μέ τήν ἀνακαινιστική χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἱκανούς νά καθοδηγοῦν μέ σοφία καί σύνεση κάθε ἄνθρωπο στό δρόμο τῆς σωτηρίας. Μάλιστα στούς σημερινούς χαλεπούς καιρούς ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ καθαίρεση κάθε ἀξίας καί ἡ ἰσοπέδωση κάθε ἰδανικοῦ, ὁ ρόλος τοῦ πνευματικοῦ ποιμένος εἶναι μέν δύσκολος, ἀλλά πολύ «χρηστός», ἀφοῦ ἀποτελεῖ τή μεγάλη ἐλπίδα γιά κάθε ἀπελπισμένο πολίτη τῆς ταλαιπωρημένης κοινωνίας μας.
Ἡ διακονία τοῦ κληρικοῦ εἶναι φοβερή, ἀλλά καί συναρπαστική. Ἔχει τή μεγάλη τιμή κάθε ἱερεύς νά ἀναγάγει τόν ἄνθρωπο στήν ὑψίστη δημιουργία, στήν ἀσύγκριτη τιμή τῆς αἰωνιότητος. Ἔχει ὅμως καί τή μεγάλη εὐθύνη μήπως ἀπό ἀπροσεξία καί ἀναξιότητα πλανήσει καί ὁδηγήσει σέ ἀβέβαιο δρόμο τόν πιστό.
Στήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν πιστῶν χρειάζεται ἐπιστήμη. Γιά νά μεταδοθεῖ ἡ ὀντολογική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ἀφηρημένη καί θεωρητική, ἀπαιτεῖται ἡ συνεργία τῆς χάριτος. Ἡ σοφία καί ἡ χάρη κατασκηνώνουν στόν ταπεινό καί ἐκζητητή τοῦ θείου φωτισμοῦ. Τά πτυχία ἄν δέν συνοδεύονται ἀπό προσωπική ζωή μετανοίας καί προσευχῆς, δέν φέρουν τό φῶς τῆς θεογνωσίας. Ἐξαίσιο εἶναι τό θέαμα καί τό βίωμα ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἱερέα τοῦ καθήκοντος καί τῆς ἀρετῆς. Οἰκτρό εἶναι τό θέαμα τοῦ προδότου κληρικοῦ, τοῦ ἀμετανοήτου διαχειριστοῦ τῶν θείων καί ἱερῶν Μυστηρίων. Ὑποκλίνονται ὅλοι μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἁγνοῦ ποιμένος παπα-Νικόλα Πλανᾶ. Δέν τόν ἐμπόδισε ἡ ταπεινή καταγωγή καί ἡ ἔλλειψη ἀνώτατης μορφώσεως νά καταταγεῖ στή χορεία τῶν Θεοφόρων. Μέ πόση θλίψη ἡ Ἐκκλησία μνημονεύει τά ὀνόματα τῶν «πεπτωκότων» λειτουργῶν της γιά τούς ὁποίους ἐκζητεῖ τό ἔλεος καί τή μακροθυμία τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ.
Ἡ ἐποχή τῆς μαζικῆς ἀποστασίας καθιστᾶ τήν ἱερατική διακονία πιό δύσκολη. Οἱ διάκονοι καί «τῆς Ἐκκλησίας ὑπηρέται» διασύρονται, συκοφαντοῦνται, ἐξευτελίζονται. Μέ μανία ἄνθρωποι «τοῦ σκότους» καί τοῦ παρασκηνίου μεθοδεύουν τήν περιθωριοποίησή τους. Οἱ ἀδυναμίες προβάλλονται καί μεγαλοποιοῦνται, ἐνῶ οἱ ἀρετές καί οἱ ἐπιτυχίες ἀποσιωποῦνται καί παραθεωροῦνται. Βαρύς εἶναι ὁ σταυρός τῶν τιμίων ἱερέων. Ὁ σκληροτράχηλος λαός ἐπιχαίρει γιά τά σκάνδαλα καί τό διασυρμό. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζει νά τιμᾶ, θλίβεται γι΄ αὐτό τό κατάντημα τῆς χυδαιότητος. Ἐναγώνιο ἐρώτημα ἀνεβαίνει στά χείλη τῶν λογικῶν: Ἄν καί τό τελευταῖο ὀχυρό τῆς τιμίας ἱερωσύνης πέσει, τί θά ἀπομείνει σ΄ αὐτόν τόν τόπο; Εὐτυχῶς ὅμως πού ὑπάρχουν «προσκαρτεροῦντες ἐν τῷ ἱερῷ», ἄνθρωποι πού στηρίζουν τό μέλλον στήν προσευχή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δέ θά πρέπει νά μᾶς ξενίζει τό φαινόμενο τῆς πολεμικῆς κατά τῶν ποιμένων. Τό προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν».
Μαζί μέ τό Δαβίδ πολλοί ἀπευθύνουν τό ἐρώτημα - παράπονο στό Θεό: «ἕως πότε ἁμαρτωλοί καυχήσονται, φθέγξονται καί λαλήσουσιν ἀδικίαν;» (Ψαλμ. 93, 3-4). Ἔχουν ἀγανακτήσει ἀπό τήν πνευματική ἀσυδοσία καί τή λασπολογία πού ἐξαπολύεται ἐναντίον εὐσεβῶν καί ἁγίων ἀνθρώπων τῆς πίστεως. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στό λόγο τοῦ Χριστοῦ πού ἀπηύθυνε στόν Πέτρο τήν ὥρα πού βυθιζόταν στά βαθιά νερά τῆς Γεννησαρέτ: «ὀλιγόπιστε! Εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14,31). Εἶναι ὁ ἄνεμος ἰσχυρός. Ἰσχυρότερος ὅμως εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἄς πολεμοῦν, ἄς λασπολογοῦν, ἄς εἰρωνεύονται κι ἄς καταδιώκουν τούς ποιμένες οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν οὐσία τούς στεφανώνουν μέ στεφάνια τιμῆς καί ἀναγνωρίσεως.
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί. Τό χρέος ὅλων μας εἶναι νά ἀφήσουμε τήν ὀκνηρία καί νά συστρατευθοῦμε μέ τήν Ἐκκλησία μας στόν ἀγώνα γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Στόν πόλεμο ἡ πίστη μας χρειάζεται καί τά δικά μας ὅπλα. Ἐπίκαιρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ προφήτου Μωϋσέως πού ἀπηύθυνε στίς φυλές Γάδ καί Ρουβήν: «Οἱ ἀδελφοί ὑμῶν πορεύονται εἰς πόλεμον καί ὑμεῖς καθήσεσθε αὐτοῦ;» (Ἀριθ. 32,6).
Κήρυγμα: