Ημερομηνία:
Ὁ θρῆνος τῆς Παναγίας τραγουδιόταν τὴ νύχτα τῆς Μ. Παρασκευῆς μετὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, μέσα ἢ στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας. Τὸν τραγουδοῦσαν μέσα ἀπὸ χειρόγραφα τετράδια δύο-τρία ἄτομα (συνήθως πάντα τὰ ἴδια) ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον μὲ θρηνῶδες ὕφος, παρασέρνοντας σὲ δάκρυα τοὺς πιστοὺς ποὺ συμμετεῖχαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν πόνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ στὸν ἀνθρώπινο πόνο τῆς μάνας Μαρίας.
Ἄρκοντες ἀφιγκρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
ποὺ κλαίει τὸν μονογενὴν εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.
Ἀδὲ μαντάτον σκοτεινὸν τζιαὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦρτεν σήμερον σ᾿ ἐμέν᾿ τὴν πολλοπικραμένην.
Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη
κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.
Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.
Ἀδὲ χαρὰν ποὺ δκιάβασα τζιαὶ ἐγέννησα τὸν ἥλιον,
τὸν φόβον ποὺ ἐπέρασα στῆς γέννησης τὸν σπήλιον,
γιὰ τὸν Ἡρώδην τὸν πικρὸν μὲν χάσει τὸ βασίλειον.
Γρυσὸν δεντρὸν ἐβλάστησεν ὁ εὔσπλαγχνος υἱός μου,
τζ᾿ ἔβκαλεν κλώνους δώδεκα γιὰ σιεπασμὸν τοῦ κόσμου.
Τώρα οἱ κλῶνοι κόπηκαν τὰ φύλλα μαραθῆκαν
τζι᾿ ἡ βρύση ἐσταμάτησεν, ὅλα ἐξερανθῆκαν.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν ἀργύρια τριάντα
τζι᾿ ἐνόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔσιει πάντα.
Τζι᾿ ὁ κωμοδρόμος ἄνομος ἀποὺ νὰ δκιακονήσει,
μήτε ψουμὶν νά ῾βρῃ νὰ φά᾿, μὲ ροῦχον νὰ φορήσῃ.
Εἶπαν του κόψε τέσσερα, τζιαὶ τζιεῖνος κόφκει πέντε,
νῆεν κοποῦν τὰ γρόνια του, νὰ μείνουν μέρες πέντε.
Πέντε καρ(φ)κιὰ ἐβάλασιν ἐπάνω στὸν υἱόν μου,
τζι᾿ ἐκάμαν Τον τζι᾿ ἐφύρτηκεν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Ὦ! Πανσεβάσμιε Σταυρέ, ξύλον εὐλογημένον
ὁποὺ βαστάζῃς τὸν Θεὸν πάνω σου κρεμασμένον.
Σκύψε Σταυρὲ νὰ δυνηθῶ, νὰ τὸν καταφιλήσω
τὸν Ποιητήν μου καὶ Θεὸν νὰ τὸν ποσιαιρετήσω.
Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ραγιστεῖτε
Καὶ ζωντανοὶ τὲς λύπες μου κλάψετε καὶ θρηνεῖτε.
Κλάψετε χῆρες κι ὀρφανά, ὅλοι τὴν συντροφιά σας,
κλάψετε τὸν διδάσκαλον καὶ τὴν παρηγοριάν σας.
Τζιαὶ ποὺ μασιέριν νὰ σφαῶ, τζιαὶ ποὺ κρεμὸν νὰ δώσω,
τζιαὶ ποὺ ποτάμιν σύθθολον νὰ μπῶ νὰ παραδώσω.
Τζι᾿ ἡ Δέσποινα ποὺ τό ῾βκαλεν προφήτισσα λοᾶτε,
τζιείνης πρέπει ἡ δόξασις τζι᾿ ἐμέναν τ᾿ ὡς πολλά ῾τε.
Κήρυγμα: