Γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος στό χωριό Γαρδινίτσα τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδος, παρά τήν Ἀταλάντη, πού σήμερα ὀνομάζεται Κυπαρίσσι. Οἱ γονεῖς του, Χριστόδουλος καί Θεοδώρα, διακρίνονταν γιά υήν ἀρετή τους, ὁ πατέρας του μάλιστα ἦταν ἱερεύς, καί εἶχαν ἄλλα τρία παιδιά. Ἀπό μικρός, φαινόταν ποιός θα ἐξελιχθεί, με τήν προθυμία του, τήν ὑπακοή του, τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Μόλις 15 ἐτῶν ἀκολούθησε τόν ἱερομόναχο Ἀκάκιο στό μοναστήρι του στή Μαγνησία. Μετά πενταετία καί συνοδεύοντας τόν Γέροντά του Ἀκάκιο πρός ἀναζήτηση ἐναρέτων πατέρων, στάθμευσαν στή μονή Κομνήνειο τῆς Ὄσσας, ὅπου καί χειροτονήθηκε διάκονος. Ἄν καί εἰκοσάχρονος προσωνυμεῖτο «Γέρων» γιά τή διάκριση, σοφία καί φρόνηση.
Ἀπό ἐκεῖ πῆγαν στό Ἅγιον Ὄρος κι ὁ ὅσιος Δαβίδ ἔμεινε στήν ἱερά μονή Μεγίστης Λαύρας, ἀφοῦ ὁ Γέροντάς του ἐκλέχθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης. Ἀργότερα τόν κάλεσε κοντά του καί τόν χειροτόνησε ἱερέα, ἀρνούμενος ἐπίμονα να χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος. Ὑπακούοντας δέχθηκε τήν ἡγουμενική θέση τῆς μονῆς Βαρνάκοβας. Ἀργότερα ἵδρυσε μικρό μοναστήρι στό Στεῖρι Βοιωτίας, ἀλλά λόγω περιπετειῶν ἀναγκάσθηκε νά φύγει καί νά κατευθυνθεῖ στήν Εὔβοια, ὅπου πάνω ἀπό τό χωριό Ροβιές περί τό 1540 ἔκτισε νέο μοναστήρι, πού τό ἀφιέρωσε στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Γιά τήν ἵδρυσή του ἀναγκάσθηκε νά κάνει ἐράνους κι ἔφθασε μέχρι τή Ρωσία. Σύντομα συνάχθηκαν πλησίον του ἀρκετοί μοναχοί, πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη εὐλογημένη συνοδεία τοῦ κοινοβίου.
Ἡ φήμη τοῦ ὁσίου ἁπλώθηκε παντοῦ καί λόγω τῶν πολλῶν του θαυμάτων. Κάποτε μάλιστα πού ἐπισκέφθηκε τή Λαμία θεράπευσε ἕναν Τοῦρκο καί τό θαῦμα ἔγινε ἀφορμή νά σέβονται περισσότερο οἱ Τοῦρκοι τούς χριστιανούς. Λόγω τῆς φήμης του τόν καλοῦσαν ἀρκετοί ἀρχιερεῖς στίς ἑπαρχίαες τους πρός ὠφέλεια τῶν πιστῶν διά τῆς διδασκαλίας του καί τῆς ἐξομολογήσεως. Ἔτσι ἀπό τήν Εὔβοια καί τή Φθιώτιδα ἔφθανε μέχρι τήν Πελοπόννησο. Στίς δυσμές τοῦ βίου του παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενείας κι ἀποσύρθηκε σέ σπήλαιο πρός μεγαλύτερη ἄσκηση. Καί μετά τήν κοίμησή του συνέχισε τά θαύματα.
Πρῶτος βιογράφος του εἶναι ὁ μαθητής του μοναχός Χριστοφόρος. Πρώτη ἀκολουθία ἐξέδωσε τό 1819 στήν Κωνσταντινούπολη ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος. Πλήρη ἀσματική ἀκολουθία καί Παρακλητικό Κανόνα συνέθεσε ὁ μναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Παρακλητικό Κανόνα καί Χαιρετιστήριους Οἴκους συνέθεσε καί ὁ κύριος Χαράλαμπος Μπούσιας. Στή μονή φυλάγονται τά τίμια λείψανα τοῦ ὁσίου καί προσωπικά του ἀντικείμενα. Τά τίμια λείψανά του ἀρκετές φορές ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τή Φθιώτιδα, τήν πατρίδα του. Ἡ ἀρχαιότερη τοιχογραφία τοῦ ὁσίου σώζεται στό παρεκκλήσι τῆς μονῆς του τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τοῦ 18ου αἰῶνος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 1η Νοεμβρίου.
Αρχείο ήχου:
Ετικέτες: